- ισογονια
- ἰσογονίαἰσο-γονίαἥ равенство происхождения Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἰσογονία — ἰσογονίᾱ , ἰσογονία equality of birth fem nom/voc/acc dual ἰσογονίᾱ , ἰσογονία equality of birth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισογονία — ἰσογονία, ή (Α) η ισότητα γένους, γενεάς, καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γονία (< γονος < γίγνομαι), πρβλ. αγαθο γονία, ομοιο γονία] … Dictionary of Greek